LA LEYENDA DE CALAFATE
LEYENDA: mucho antes de la llegada de los blancos vivían allí dos tribus de gente vigorosa y valiente: los tehuelches (ahonikenk) y los onas (selk ´nam). El cacique tehuelche tenía una hija guapísima que era el orgullo de su padre. Tenía los ojos grandes, bonitos y, de un extraño color dorado. Un día acertó a llegar a la aldea de Calafate un joven ona que había cumplido la edad de klóketen (ceremonia de consagración de los onas en su mayoría de edad). Era alto y estaba como un tren (muy atractivo) e iba vestido con una manta bonita hecha de guanaco. El joven ona y Calafate se enamoraron locamente aunque sabían de antemano que sus tribus no aceptarían esa unión. Pero como su amor era más fuerte que todo, decidieron huir y vivir solos y felices en el wigwan (choza hecha de piel de guanaco) en Onaisin. Pero alguien descubrió sus planes y los denunció al padre de Calafate. Enfurecido el jefe, llamó a la hechicera y le ordenó que impidiera la huida de la pareja, embrujando a Calafate. Habría de convertirla en algo extraño, hermoso e inalcanzable. Entonces ella la transformó en un arbusto espinoso, que nunca antes se había visto en esas tierras, de flores doradas como los ojos de Calafate que florece de octubre a enero. Por mucho tiempo el joven vagó por la estepa buscando a su amada y, los espíritus para ayudarlo, lo convirtieron en un pajarito que podía recorrer con más velocidad las grandes distancias de Patagonia. Un día de verano el joven metamorfoseado se posó en un arbusto que no había visto antes y, al probar sus frutos se dio cuenta de que eran tan dulces como el corazón de Calafate. Así lograron reencontrarse después de haber creído que no sería posible. La leyenda dice que: el que come calafate siempre vuelve por más.
ΜΥΘΟΣ: πολύ πρίν ἀπό τήν ἄφιξιν τῶν λευκῶν, ἐζοῦσαν ἐκεῖ δύο φυλές πολύ δυνατές καί γενναῖες: οἱ τεουέλτσες (ἀονικένκ) καί οἱ ὀνάς (σελκ΄ναμ). Ὁ ἀρχηγός τεουέλτσε εἶχε μία πανέμορφη κόρη, πού ἦτο ἡ ὑπερηφάνεια τοῦ πατέρα της. Εἶχε μεγάλα ὄμορφα μάτια, μέ ἕνα παράξενο χρυσό χρῶμα. Μία ἡμέρα ἐπέρασε τυχαῖα ἀπό τό χωριό τῆς Καλαφάτε ἕνας νέος ὀνά πού εἶχε συμπληρώσει τήν ἡλικία κλόκετεν (ἑορτή τῶν ὀνἀς ἀφιερωμένη εἰς τήν ἐνηλικίωσιν). Ἧτο ψηλός καί πολύ ἑλκυστικός καί ἐφοροῦσε (σάν πόντσο) μία ὡραία κουβέρτα φτιαγμένη ἀπό δέρμα γουανάκο. Ὁ νέος ὀνά καί η Καλαφάτε ἀγαπήθηκαν τρελλά ἄν καί ἤξεραν ἐκ τῶν προτέρω ὅτι οἱ φυλές τους δέν θά ἐδέχοντο αὐτήν τήν ἕνωσιν. Ὅμως ἐπειδή ἡ ἀγάπη τους ἦτο πολύ δυνατή, ἀπεφάσισαν νά φύγουν καί νά ζήσουν μόνοι τους καί εὐτυχισμένοι εἰς τό γουιγκγουάν (καλύβα φτιαγμένη ἀπό δέρμα γουανά- κο) εἰς τό Ὀνάϊσιν. Κάποιος ὅμως ἀνεκάλυψε τά σχέδια τους καί τούς ἐπρόδωσε εἰς τόν πατέρα τῆς Καλαφάτε. Θυμωμένος ὁ πατέρας της, ἐκάλεσε τήν μάγισσα τῆς φυλῆς καί τήν ἐδιέταξε νά ἐμπόδιζε τήν φυγή τοῦ ζευγαριοῦ, μαγεύοντας τήν Καλαφάτε. Θά ἔπρεπε νά τήν μετεμόρφω- νε σέ κάτι παράξενο, ὡραῖο καί ἀπλησίαστο. Τότε ἐκείνη τήν μετεμόρφωσε σέ ἕναν ἀκανθώθη θάμνο, πού ποτέ πρίν δέν εἶχαν δεῖ σέ ἐκεῖνα τά μέρη, μέ χρυσά λουλούδια ὅπως τά μάτια τῆς Καλαφάτε, πού ἀνθίζει ἀπό Ὀκτώ- βριο ἕως Ἰανουάριο. Γιά πολύ καιρό ὁ νέος ὀνἀ ἐπεριπλανήθη εἰς τήν στέππα τῆς Παταγονίας ψάχνοντας τήν ἀγαπημένη του. Τά πνεύματα γιά νά τόν βοηθήσουν τόν μετεμόρφωσαν σέ ἕνα μικρό πουλί πού ἐμποροῦσε νά διανύση τίς μεγάλες ἀποστάσεις τῆς Παταγονίας μέ μεγαλύτερη ταχύ- τητα. Μία καλοκαιρινή ἡμέρα ὁ μεταμορφωμένος νέος ἐκάθισε σέ ἕναν θάμνο πού δέν εἶχε δεῖ ποτέ πρίν καί ὅταν ἐδοκίμασε τούς καρπούς του, ἀντελήφθη ὅτι, ἦσαν τόσο γλυκεῖς ὅπως ἡ καρδιά τῆς Καλαφάτε. Ἔτσι ἐκατόρθωσαν νά ξανασυναντηθοῦν, ἀφοῦ μέχρι τότε ἐπίστευαν ὅτι, δέν θά ἦτο δυνατόν. Ὁ μῦθος λέει ὅτι: ὅποιος φάει καλαφάτε, γυρίζει ξανά σέ αὐτήν τήν πόλι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου