Puesto: uno de los puestos de la actividad. En todos los puestos se venden productos caseros. Περίπτερο: ένα από τά περίπτερα τής εκδηλὠσεως. Σέ όλα τά περίπτερα πωλούνται σπιτικά προϊόντα.
Público 2: otra parte de la avenida que está llena de gente que asiste a la actividad. Κοινό 2: άλλο σημείο τής λεωφόρου πού είναι γεμάτη κόσμο πού παρακο- λουθεί τήν εκδήλωσιν.